συνεκίνησαν

συνεκίνησαν
συνεκί̱νησαν , συγκινέω
stir up
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκινώ — συγκινῶ, έω, ΝΑ [κινῶ] ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τόν είδα») αρχ. 1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ) 2. ανακινώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”